- γαλακτῶδες
- γαλακτώδηςmilk-warmmasc/fem voc sgγαλακτώδηςmilk-warmneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καουτσούκ — Γαλακτώδες προϊόν των καουτσουκόδενδρων. Βλ. λ. κομμεορητίνες ή γόμες. * * * το ελαστικό κόμμι, λάστιχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. caoutchouc < καραϊβ. cahuchu] … Dictionary of Greek
γαλακτίτης — ο (γαλακτίτης) [γάλα] είδος λίθου που βγάζει γαλακτώδες υγρό όταν βραχεί νεοελλ. φυτό τής οικογένειας τών συνθέτων που μοιάζει με το γαϊδουράγκαθο … Dictionary of Greek
γυναικομαστία — Η υπερβολική ανάπτυξη του ενός ή και των δύο μαστών του άντρα. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε υπερτροφία του μαζικού αδένα (γνήσια γ.) ή σε υπερβολική ανάπτυξη του λίπους των μαστών (ψευδής γ.). Συνηθισμένη επίσης αιτία είναι η ορμονική διαταραχή … Dictionary of Greek
δακρύδιο — το (Α δακρύδιον) μικρό δάκρυ νεοελλ. 1. το σημείο συναντήσεως τής πίσω δακρυϊκής ακρολοφίας και τής μετωποδακρυϊκής ραφής 2. γένος κωνοφόρων φυτών 3. γένος μυτιλιδών μαλακίων αρχ. γαλακτώδες υγρό από το φυτό σκαμμωνία το οποίο χρησίμευε ως… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
οπίας — ὀπίας, ὁ (Α) (με ή χωρίς τη λέξη τυρός) τυρί που παρασκευάστηκε από γάλα το οποίο έπηξε με χυμό συκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός «γαλακτώδες υγρό φυτού» + επίθημα ίας, που απαντά και σε άλλες ονομ. τροφίμων (πρβλ. βληχων ίας, πιτυρ ίας] … Dictionary of Greek
οποειδής — ὀποειδής, ές (Α) 1. αυτός που μοιάζει με το γαλακτώδες υγρό καρπών ή φυτών, όπως λ.χ. τής συκιάς, δηλ. με τον οπό, ο γαλακτώδης («ὀποειδέα οὖρα», Ιπποκρ.) 2. ο κατάλληλος για το πήξιμο τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + ειδής*] … Dictionary of Greek
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
πολύοπος — ον, Α αυτός που έχει άφθονο χυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀπός «γαλακτώδες υγρό φυτού»] … Dictionary of Greek
προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… … Dictionary of Greek